- ξυσμάρα
- ηκνησμός, φαγούρα.[ΕΤΥΜΟΛ. < θ. ξυσ-, πρβλ. αόρ. έ-ξυσ-α τού ξύνω + κατάλ. -μάρα* (πρβλ. σαστι[σ]-μάρα)].
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
ξύνω — και ξύω και ξυώ (ΑΜ ξύω, Μ και ξύνω) 1. κάνω κάτι ομαλό και λείο με ξέση, ξέω, λειαίνω («ξύειν κώπας», Θεόφρ.) 2. τρίβω με τα άκρα τών νυχιών ή με όργανο μέρος τής επιφάνειας τού δέρματος (α. «ξύνω το χέρι μου» β. «ξυόμενοι ἥδονται», Δημόκρ.) 3.… … Dictionary of Greek
φαγούρα — η κνησμός, φαγωμάρα, ξυσμάρα … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)